στύφω
51ἐστυμμένων — ἐστῡμμένων , στύφω contract perf part mp fem gen pl ἐστῡμμένων , στύφω contract perf part mp masc/neut gen pl …
52ἔστυφον — ἔστῡφον , στύφω contract imperf ind act 3rd pl ἔστῡφον , στύφω contract imperf ind act 1st sg …
53Стубель — левый приток Горыни, на Волыни, Стубла – правый приток Стыри; связано с сербск. цслав. стубль источник , болг. стубел пустое дерево, сруб колодца , стублица деревянное корыто, из которого поят скотину , сербохорв. сту̀блина колода, выдолбленное… …
54άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… …
55διαστύφομαι — (Α) [στύφομαι, στύφω] πάσχω από δυσκοιλιότητα …
56επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] …
57εστυμμένως — ἐστυμμένως (Μ) επίρρ. σφιχτά, στενά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εστυμμένος τού ρ. στύφω] …
58καταστύφω — (Α) 1. κάνω κάτι πολύ στυφό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, η, ον (για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος 3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφω «είμαι …
59παραστύφω — Α είμαι κάπως στυφός, στυφίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στύφω «είμαι στυφός»] …
60περιστύφω — Α αποξηραίνω κάτι εντελώς με στυπτική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στύφω «συστέλλω, συμμαζεύω, είμαι στυφός»] …