στήριγμα
1στήριγμα — support neut nom/voc/acc sg …
2στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… …
3στήριγμα — το 1. μέσο στήριξης, έρεισμα: Έβαλαν δύο στηρίγματα σ αυτόν τον τοίχο. 2. μτφ., προστάτης: Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε χωρίς στήριγμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στηριγμάτων — στήριγμα support neut gen pl …
5στηρίγμασι — στήριγμα support neut dat pl …
6στηρίγμασιν — στήριγμα support neut dat pl …
7στηρίγματα — στήριγμα support neut nom/voc/acc pl …
8στηρίγματι — στήριγμα support neut dat sg …
9στηρίγματος — στήριγμα support neut gen sg …
10Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …