στέμμα
41μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …
42σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …
43στέλμα — ατος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στέφος, στέμμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλλω, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένη παράδοση τού τ. στέθμα(βλ. λ. στέμμα)] …
44στεμμάτιον — τὸ, Μ [στέμμα, ατος] υποκορ. τού στέμμα …
45στεμματογύριον — τὸ, Μ το δεσποτικό στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + γύρος «κύκλος» + επίθημα ιον] …
46στεμματώ — όω, Α [στέμμα, ατος] (ποιητ. τ.) εφοδιάζω ή στολίζω με στέμμα, με στεφάνι …
47στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… …
48στεφοκόσμητος — ον, Μ ο διακοσμημένος με στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + κόσμητος (< κοσμῶ), πρβλ. ευ κόσμητος] …
49συστεφανηφορώ — έω, Α φορώ στέφανο ή στέμμα μαζί με άλλον («σύν μοι πῑνε, συνήβα, συνέρα, συστεφανηφόρει», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στεφανηφορῶ «φέρω στέφανο ή στέμμα») …
50φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …