στέμμα

  • 111κατανθίζω — (Α) στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 112κατασειστό — και κατάσειστο, το (Μ κατασειστόν) συν. στον πληθ. τα κατασειστά ή κατάσειστα τα χρυσά κοσμήματα τα οποία είχαν πολύτιμους λίθους και τα οποία κρέμονταν από το στέμμα τής επίσημης στολής τής βασίλισσας νεοελλ. κρεμαστό στολίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 113καταστεμματίζω — (Α) στέφω, στεφανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στεμματίζω (< στέμμα), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …

    Dictionary of Greek

  • 114κορνίκλιον — το (στο Βυζάντιο) ειδικό κιβώτιο όπου τοποθετούνταν το στέμμα τών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας». Βλ. και λ. κανίκλειον] …

    Dictionary of Greek

  • 115κορονιάζω — [κορόνα] βάζω στέμμα στο κεφάλι κάποιου, στέφω …

    Dictionary of Greek

  • 116κορόνα — η (Μ κορώνα) 1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων 2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα 3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.) νεοελλ. 1. η όψη τού νομίσματος στην οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 117κορόνιο — ή κορώνιο, το (αστρον. χημ.) υποθετικό αέριο χημικό στοιχείο το οποίο μετά από φασματοσκοπικές αναλύσεις θεωρήθηκε ότι υπάρχει στο ηλιακό στέμμα, αργότερα όμως διαπιστώθηκε ότι συνίσταται από εντόνως ιοντισμένα άτομα γνωστών χημικών στοιχείων.… …

    Dictionary of Greek

  • 118κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …

    Dictionary of Greek

  • 119κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… …

    Dictionary of Greek

  • 120κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… …

    Dictionary of Greek