στέλεχος
1στέλεχος — crown of the root neut nom/voc/acc sg …
2στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …
3στέλεχος — το 1. βλαστός φυτού. 2. σημαντικό μέλος: Ανήκει στα στελέχη του κόμματος. – Είναι σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης. 3. το μέρος του βιβλίου αποδείξεων που απομένει σ αυτόν που τις δίνει: Η εφορία ζήτησε τα στελέχη των αποδείξεων για έλεγχο. 4.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στελέχει — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (attic epic) στελέχεϊ , στέλεχος crown of the root neut dat sg (epic ionic) στέλεχος crown of the root neut dat sg …
5στελέχη — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6στελεχέων — στέλεχος crown of the root neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
7στελεχῶν — στέλεχος crown of the root neut gen pl (attic epic doric) στελεχόω form a stem pres part act masc voc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act masc nom sg στελεχόω… …
8στελέχεος — στέλεχος crown of the root neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
9στελέχεσι — στέλεχος crown of the root neut dat pl …
10στελέχεσιν — στέλεχος crown of the root neut dat pl …