στέλεχος

  • 11στελέχην — στέλεχος crown of the root neut acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12στελέχους — στέλεχος crown of the root neut gen sg (attic epic doric) στελεχόω form a stem imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …

    Dictionary of Greek

  • 14κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …

    Dictionary of Greek

  • 15φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 16κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …

    Dictionary of Greek

  • 17μονοστέλεχος — η, ο (Μ μονοστέλεχος, ον) (για φυτό) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στέλεχος, από έναν βλαστό μσν. (για τον ελέφαντα) μτφ. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει τα γόνατα, δύσκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στέλεχος (πρβλ. πολυ στέλεχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 18στελεχώνω — στελεχῶ, όω, ΝΑ [στέλεχος] νεοελλ. επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη αρχ. 1. σχηματίζω στέλεχος 2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.) 3. παθ. στελεχοῡμαι, όομαι …

    Dictionary of Greek

  • 19στάρι ή σιτάρι — (Τρίτικον ή Σίτος ο κοινός). Το πιο γνωστό και διαδομένο από τα γεωργικά φυτά. Το σπέρμα του αποτελεί τη βάση της διατροφής του μεγαλύτερου μέρους των πολιτισμένων λαών και το ξηρό στέλεχος του (το άχυρο) χρησιμοποιείται για τροφή και στρωμνή των …

    Dictionary of Greek

  • 20αδελφωτός — και αδερφωτός, ή, ό [αδελφώνω] κλάδος ή στέλεχος που συμφύεται με άλλο κλάδο ή στέλεχος …

    Dictionary of Greek