στέγ-ω
21χλοανός — ή, όν, ΜΑ πράσινος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. ανός (πρβλ. στεγ ανός, τραγ ανός)] …
22χυδανός — ή, όν, Α χυτός, επισωρευμένος («χυδανὴ γαῑα» τύμβος, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην* + κατάλ. ανός (πρβλ. στεγ ανός)] …
23ψυδνός — ή, όν, Α 1. ψευδής 2. φρ. «ψυδνή χέρσος» (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιά, ὀλίγη». [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ τού ψεύδομαι* + επίθημα νός (πρβλ. στεγ νός)] …
24distegous — distegous, a. rare. (ˈdɪstɪgəs) [f. Gr. δι , di 2 + στέγ η a covering, roof + ous.] ‘Having two ridges’ (Syd. Soc. Lex. 1883) …
Страницы