στέγος
1στέγος — roof neut nom/voc/acc sg …
2στέγος — (I) τὸ, Α 1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.) 2. κατοικία, οικοδόμημα 3. πρόδομος οικοδομήματος 4. τάφος 5. κάλπη, τεφροδόχη 6. πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* + κατάλ. ουδ. ος. Ο τ.… …
3Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4στέγει — στέγος roof neut nom/voc/acc dual (attic epic) στέγεϊ , στέγος roof neut dat sg (epic ionic) στέγος roof neut dat sg στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγω cover closely pres ind act 3rd sg …
5στεγέεσσι — στέγος roof neut dat pl (epic) …
6στεγέεσσιν — στέγος roof neut dat pl (epic) …
7στέγεσι — στέγος roof neut dat pl …
8στέγεσιν — στέγος roof neut dat pl …
9στέγους — στέγος roof neut gen sg (attic epic doric) …
10κατάστεγος — η, ο (Α κατάστεγος, ον) εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγο στεγασμένο μέρος, υπόστεγο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγον στεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το …