στάσις

  • 101ακροστασία — η (Γυμναστ.) στάση, κατά την οποία το σώμα ανυψώνεται με αργό ρυθμό στηριζόμενο στα δάχτυλα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + στάσις < ίστημι «στέκομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 102αντιάνειρα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασίλισσα των Αμαζόνων, που έπεσε πολεμώντας γενναία εναντίον των Ελλήνων στην Τροία. 2. Κόρη του Φέρητα. Είχε γιο τον αργοναύτη Ίδμονα, από τον Απόλλωνα. 3. Κόρη του Μενοιτίου, που απέκτησε από τον Ερμή δύο γιους,… …

    Dictionary of Greek

  • 103επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… …

    Dictionary of Greek

  • 104επινωμώ — ἐπινωμῶ, άω (Α) [νωμώ] 1. εφαρμόζω πάνω σε κάτι («οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾱν», Σοφ.) 2. προσβλέπω σε κάτι, παρατηρώ («σώματα... ὀμμάτων αὐγαῑς ἐπενώμας», Ευρ.) 3. διανέμω («λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἀμή», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 105επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 106θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 107ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] …

    Dictionary of Greek

  • 108ισοστάσιος — ἰσοστάσιος, ον (ΑΜ) 1. ισοβαρής, ισόζυγος 2. ισοδύναμος αρχ. 1. ισόρροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισοστάσια με ισορροπία. επίρρ... ἰσοστασίως (Μ) με ισοστάσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στάσιος (< στασις < ἵστημί), πρβλ. αντι… …

    Dictionary of Greek

  • 109κοντοστάσιμο — το δισταγμός, αμφιβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + στάσιμο (< στάσις < ἵστημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 110κοπρόσταση — και κοπροστασία, η ιατρ. παρατεταμένη παραμονή κοπρανωδών μαζών στο παχύ έντερο σε περίπτωση ειλεού, μεγακόλου ή λόγω αδρανείας τού εντέρου κατά τη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprostasis < copro (πρβλ. κόπρος) +… …

    Dictionary of Greek