στάσιμος
1στάσιμος — checking masc/fem nom sg …
2στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… …
3στάσιμος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλάζει κατάσταση, αμετάβλητος: Η πολιτική κατάσταση είναι στάσιμη. 2. ακίνητος: Τα στάσιμα νερά είναι εστίες μόλυνσης. 3. αυτός που δεν προβιβάζεται: Ο μαθητής αυτός έμεινε στάσιμος για δεύτερη χρονιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στασιμώτερον — στάσιμος checking masc acc comp sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc comp sg στάσιμος checking adverbial …
5στασιμωτέρων — στάσιμος checking fem gen comp pl στάσιμος checking masc/neut gen comp pl …
6στασιμώτατον — στάσιμος checking masc acc superl sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc superl sg …
7στασίμως — στάσιμος checking adverbial στάσιμος checking masc/fem acc pl (doric) …
8στάσιμον — στάσιμος checking masc/fem acc sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc sg …
9στασιμωτάτη — στάσιμος checking fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
10στασιμωτάτην — στάσιμος checking fem acc superl sg (attic epic ionic) …