στάδιον
91σταδιεύς — έως, ὁ, Α σταδιοδρόμος («παίδὶ σταδιεῑ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + επίθημα εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …
92σταδιοδρόμος — και σταδιαδρόμος και σταδιηδρόμος, ὁ, Α αυτός που αγωνίζεται στο στάδιο («Ἀντικλέα τὸν σταδιοδρόμον», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο δρόμος. Ο τ. σταδιαδρόμος πιθ. κατ επίδραση του πληθ. στάδια] …
93σταδιονίκης — ὁ, Μ ο νικητής στο στάδιο, σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης] …
94σταδιώτης — ὁ, Μ σταδιοδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] …
95συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… …
96τεσσαρακονταστάδιος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος σαράντα σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. πεντα στάδιος] …
97τετραστάδιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων σταδίων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάδιον μήκος τεσσάρων σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στάδιον (πρβλ. δεκα στάδιος)] …
98τριακονταστάδιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τριάντα σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + στάδιον (πρβλ. πεντα στάδιος)] …
99τριστάδιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σταδίων (α. «ἦν δὲ ὁ μὲν μέγιστος τῶν τροχῶν τριστάδιος τὸ πλάτος», Πλάτ. β. «τριστάδιος μήκει», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. δεκα στάδιος] …
100Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …