στόλη
1στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …
3στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …
5στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …
6στολαῖς — στολή equipment fem dat pl …
7στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl …
9στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) …
10στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …