στυπτικός
1στυπτικός — στυπτικός, ή, ό και στυφτικός, ή, ό αυτός που περιορίζει την έκκριση βλέννας ή την ευκοιλιότητα: Πήρε στυπτικά φάρμακα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2στυπτικός — astringent masc nom sg …
3στυπτικός — ή, ό / στυπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στυφτικός, ή, ό, Ν [στύφω] αυτός που επιφέρει συστολή νεοελλ. (φαρμ.) (για ουσία) αυτός που συστέλλει ισχυρά τον στοματικό βλεννογόνο, όπως είναι η στυπτηρία, τα διαλυτά άλατα τού μολύβδου, τού ψευδαργύρου, τού… …
4στυπτικά — στυπτικός astringent neut nom/voc/acc pl στυπτικά̱ , στυπτικός astringent fem nom/voc/acc dual στυπτικά̱ , στυπτικός astringent fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5στυπτικώτερον — στυπτικός astringent adverbial comp στυπτικός astringent masc acc comp sg στυπτικός astringent neut nom/voc/acc comp sg …
6στυπτικῶν — στυπτικός astringent fem gen pl στυπτικός astringent masc/neut gen pl …
7στυπτικόν — στυπτικός astringent masc acc sg στυπτικός astringent neut nom/voc/acc sg …
8στυπτικώτατα — στυπτικός astringent adverbial superl στυπτικός astringent neut nom/voc/acc superl pl …
9στυπτικώτατον — στυπτικός astringent masc acc superl sg στυπτικός astringent neut nom/voc/acc superl sg …
10στυπτικαῖς — στυπτικός astringent fem dat pl …