στυππ-
1ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… …
2στυπποπραγματευτής — και στιπποπρογματευτής, ὁ, Α έμπορος στυπείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον* + πραγματευτής] …
3στυπποτιμητής — και στιπποτιμητής, ὁ, Α ο εκτιμητής τής στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον / στύππη + τιμητής] …
4στυπποχειριστής — και στιπποχειριστής, ὁ, Α πράκτορας εμπόρων στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον + χειριστής] …