Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στυλό

  • 1 στυλό

    [стило] ουσ. о. άκλ самопишущая ручка,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στυλό

  • 2 авторучка

    авторучка ж о στυλογρά φος, το στυλό
    * * *
    ж
    ο στυλογράφος, το στυλό

    Русско-греческий словарь > авторучка

  • 3 авторучка

    η αυτόματη πέννα, ο στυλογράφος, разг. το στυλό.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авторучка

  • 4 фломастер

    το στυλό-μαρκαδόρος, разг. ο μαρκαδόρος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фломастер

  • 5 авторучка

    авторучка
    ж ὁ στυλογράφος, τό στυλό.

    Русско-новогреческий словарь > авторучка

  • 6 вечный

    вечн||ый
    прил
    1. αἰώνιος, αίωνόβιος, διηνεκής·
    2. (бессрочный) παντοτινός, ἐπ' ἄπειρον, ισόβιος·
    3. (постоянный) разг παντοτινός:
    \вечныйые споры, ссоры οἱ ἀΙώνιοι καυγάδες· ◊ \вечныйое перо ὁ στυλογράφος, τό στυλό.

    Русско-новогреческий словарь > вечный

  • 7 перо

    пер||о́
    с
    1. (птицы) τό φτερό, τό πτε-ρόν:
    покрытый перьями φτερωτός, πτερωτός-.
    2. (писчее) ἡ πέννα:
    вечное \перо ὁ στυλογράφος, τό στυλό· ◊ бойкое \перо τό ζωντανό ὕφος· проба \пероί ἡ πρώτη συγγραφική ἀπόπειρα· одии́м росчерком \пероа μέ μιά μονοκονδυλιά· взяться за \перо ἀρχίζω νά γράφω· владеть \пероо́м ἔχω καλή /Γέννα· что написано \пероо́м, не вырубишь топором поел. ὀτι γράφεις δέν ξεγράφεις· вес \пероа спорт. κατηγορία <ρτεροῦ· ни пу́-ха ни \пероа́1 разг καλή τύχη!, καλή ἐπιτυχία!

    Русско-новогреческий словарь > перо

  • 8 расшатать

    расшатать
    сов, расшатывать несов
    1. прям., перен κλονίζω, ξεχαρβαλώνω:
    \расшатать столб κλονίζω τό στύλο· \расшатать дисциплину κλονίζω τήν πειθαρχία·
    2. (здоровье, нервы) κλονίζω, τσακίζω.

    Русско-новогреческий словарь > расшатать

  • 9 вкопать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкопанный, βρ: -пан, -а, -о
    βάζω, τοποθετώ, στερεώνω•

    вкопать столб βάζω στύλο.

    εκφρ.
    как вкопанный – σαν στύλος (ακίνητος).
    σκάβω, χώνομαι σκάβοντας.

    Большой русско-греческий словарь > вкопать

  • 10 деть

    дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").
    1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•

    куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•

    он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.

    2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.
    εκφρ.
    деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•
    этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•
    не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•
    не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.
    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•

    куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•

    куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•

    2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω.

    Большой русско-греческий словарь > деть

  • 11 дотянуть

    -яну, -янвшь ρ.σ.μ.
    1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.
    2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•

    дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.

    3. τραβώ ως το τέλος.
    4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•

    больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.

    5. βραδύνω, παρατείνω.
    6. περνώ, τα βολεύω.
    1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.
    3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > дотянуть

  • 12 накатить

    I.
    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. κυλώ κάτι (πάνω σε επιφάνεια).
    2. βλ. накатиться (1, 2 σημ.).
    3. έρχομαι, καταφθάνω•

    -ло много гостей ήρθαν πολλοί φιλοξενούμενοι.

    4. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (για αισθήματα κ.τ.τ.).
    5. προσκρούω•

    он -ил на столб έπεσε πάνω στο στύλο.

    1. σπάζω, χτυπώ πάνω•

    волна -лась на берег το κύμα έσπασε πάνω στην ακτή.

    2. μτφ. (επι)πίπτω, επέρχομαι, εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    3. βλ. ενεργ. φ. (4 σημ.).
    II.
    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παλ.
    μεθώ κάποιον.
    μεθώ (ο ίδιος).

    Большой русско-греческий словарь > накатить

  • 13 налететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•

    автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.

    || μτφ. συναντώ, τρακάρω•

    налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.

    2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.
    3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.
    4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.
    5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).
    6. εισβάλλω, πέφτω•

    на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.

    7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.

    || συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ.

    Большой русско-греческий словарь > налететь

  • 14 обтоптать

    -опчу, -опчешь.яой. μτχ. παρλθ. χρ. обтоптанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ. πατώ ολόγυρα•

    обтоптать землю вокруг столба πατώ το χώμα γύρω από το στύλο.

    Большой русско-греческий словарь > обтоптать

  • 15 позорный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    αισχρός, επονείδιστος• ντροπιαστικός•

    -ое поведение αισχρή διαγωγή•

    позорный поступок αισχρή πράξη•

    -ое отступление ντροπιαστική υποχώρηση.

    εκφρ.
    пригвоздить к позорному столбу – στιγματίζω, στηλιτεύω, επιτιμώ δημόσια (παλαιά τιμωρούσαν τον εγκληματία δένοντας τον σε στύλο της πλατείας).

    Большой русско-греческий словарь > позорный

  • 16 расшатать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшатанный βρ: -тан, -а, -о.
    1. κλονίζω, διασείω, διασαλεύω• κουνώ• — столб κουνώτο στύλο•

    расшатать зуб κουνώ το δόντι.

    2. μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• χαλαρώνω•

    расшатать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•

    расшатать дисциплину κλονίζω την πειθαρχία•

    расшатать здоровье κλονίζω την υγεία.

    1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, διασείομαι, διασαλεύομαι•

    зуб расшататьлся το δόντι κουνήθηκε.

    2. μτφ. χαλαρώνω, εκπίπτω• αδυνατίζω,εξασθενίζομαι•

    хозяйство -лось η οικονομία ξέπεσε•

    дисциплина -лась η πειθαρχία χαλάρωσε•

    здоровье -лось η υγεία κλονίστηκε•

    нервы -лись τα νεύρα κλονίστηκαν•

    совсем расшатать ξεχαρβαλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшатать

  • 17 самописка

    θ.
    στυλογράφος, το στυλό.

    Большой русско-греческий словарь > самописка

  • 18 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

  • 19 шатать

    ρ.δ.μ.
    1. κουνώ, σείω, κλονίζω, ταλαντεύω• δονώ•

    шатать столб κουνώ το στύλο•

    шатать зуб κουνώ το δόντι.

    2. απρόσ. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε κατά το βάδισμα,τρικλίζω.
    1. κουνιέμαι, σείομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    μτφ. κλονίζομαι, δονούμαι, γίνομαι ασταθής•

    -ются устои δονούνται οι βάσεις ή τα θεμέλια•

    -ется трон κλονίζεται ο θρόνος.

    2. ταλαντεύομαι, τρικλίζω.
    3. πλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > шатать

См. также в других словарях:

  • στυλό — το, Ν άκλ. όργανο γραφής, στυλογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. stylo < stylographe (βλ. λ. στυλογράφος)] …   Dictionary of Greek

  • στυλό — το βλ. στιλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • κιονίτης — κιονίτης, ὁ (Μ) [κίων] 1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής 2. αυτός που κατοικεί σε στύλο …   Dictionary of Greek

  • στυλοειδής — ές, ΝΑ 1. όμοιος με στύλο 2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο. επίρρ... στυλοειδῶς Α σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Λουκάς — I Όνομα διαφόρων αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Λαοδικείας και αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο (A’ Τιμόθεον, δ’, ε’). Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο όσιος. Καταγόταν από την Ταυρομενία… …   Dictionary of Greek

  • Μπραμάντε, Ντονάτο — (Donato Bramante, Φερμινιάνο, Ουρμπίνο 1444 – Ρώμη 1514). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Στην εποχή του η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε σχεδόν μύθος που διατηρήθηκε αναλλοίωτος για πολλούς αιώνες. Το έργο του αποτελεί βασικό… …   Dictionary of Greek

  • Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»