στυγνῶ
1στυγνώ — όω, Α [στυγνός] πιθ. 1. κάνω κάποιον σκυθρωπό ή περίλυπο 2. (κυρίως το παθ.) στυγνοῡμαι, όομαι γίνομαι περίλυπος, αθυμώ …
2στυγνῶ — στυγνάζω to have a gloomy fut ind act 1st sg (attic epic ionic) στυγνός hated masc/neut gen sg (doric aeolic) στυγνόω to be gloomy pres subj act 1st sg στυγνόω to be gloomy pres ind act 1st sg …
3στυγνῷ — στυγνάζω to have a gloomy fut opt act 3rd sg στυγνός hated masc/neut dat sg …
4στυγνῶι — στυγνῷ , στυγνάζω to have a gloomy fut opt act 3rd sg στυγνῷ , στυγνός hated masc/neut dat sg …
5συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… …