στρύχνον μανικόν

  • 1στρύχνον — και τρύχνον, τὸ, Α ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» είδος κερασιάς β. «στρύχνον κηπαῑον» είδος μουριάς γ. «στρύχνον μανικόν» είδος μηλιάς δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» φυτό με υπνωτικές ιδιότητες). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 2πεντόδρυον — το, Α (κατά τον Διοσκ.) «στρύχνον μανικόν» …

    Dictionary of Greek

  • 3ορθόγυιον — ὀρθόγυιον, τὸ (Α) το φυτό στρύχνον το μανικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ορθ(ο) * + γυῖον «μέλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 4πέρσειον — και πέρσιον, τὸ, Α [περσέα] 1. ο καρπός τού δέντρου περσέα 2. το φυτό στρύχνον το μανικόν …

    Dictionary of Greek