στρόφω
1στροφώ — (I) έω, Α [στρόφος] έχω πόνους στην κοιλιά, υποφέρω από κωλικόπονο. (II) άω, ΜΑ στρέφω κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητ. και ιων. θαμιστ. τού στρέφω] …
2στρόφω — Α (αιολ. τ.) βλ. στρέφω …
3στροφῶ — στροφάω turn hither and thither pres imperat mp 2nd sg στροφάω turn hither and thither pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στροφάω turn hither and thither pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στροφάω turn hither and thither pres subj act… …
4στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg …
5καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… …
6νωτοστροφώ — νωτοστροφῶ, έω (Α) στρέφω τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + στροφῶ (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, δημο στροφώ] …
7στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
8χαλινοστροφώ — έω, Μ οδηγώ το άλογο με το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + στροφῶ (< στροφος < στρόφος), πρβλ. ἠνιο στροφῶ] …
9αρτοστροφώ — ἀρτοστροφῶ ( έω) (Α) γυρίζω το ψωμί για να ψηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + στροφώ < στροφος < στρέφω] …
10βωλοστροφώ — βωλοστροφῶ ( έω) (Μ) αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + στροφώ < στρόφος < στρέφω] …
- 1
- 2