στρέψ-ις
1Στρέψ' — Στρέψα , Στρέψα fem nom/voc sg Στρέψαι , Στρέψα fem nom/voc pl Στρέψᾱͅ , Στρέψα fem dat sg (doric aeolic) …
2στρέψ' — στρέψαι , στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέψαι , στρέφω Aër. aor inf act στρέψα , στρέφω Aër. aor ind act 1st sg (homeric ionic) στρέψε , στρέφω Aër. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) στρέψι , στρέψις a turning round fem voc sg …
3στρεψαύχην — ενος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που στρέφει τον αυχένα 2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἐ στρεψ α τού στρέφω + αύχήν, ένος] …
4στρεψηλάκατος — ον, Α (ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔ στρεψ α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] …
5ζηταρετησιάδης — ζηταρετησιάδης, ό (Α) αυτός που αναζητεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ + αρετή + κατάλ. –ιαδης (το σ είναι ευφωνικό), πρβλ. ανεψ ιάδης, Ασκληπ ιάδης, Στρεψ ιάδης] …
6ριψαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α 1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα 2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, ένος (πρβλ. μεγαλ αύχην, στρεψ αύχην)] …
7στιλβαίος — Α χρωμάτινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + κατάλ. αῖος (πρβλ. στρεψ αῖος)] …
8στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
9στρέψιμο — το / στρέψιμον, ΝΜ νεοελλ. (ιδιωμ.) (σχετικά με πράγματα και ιδίως χρήματα) επιστροφή, απόδοση μσν. (για πρόσ.) επάνοδος, γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] …
10στρεψοδικοπανουργία — και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) στρεψοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία] …
- 1
- 2