στρέφω
1στρέφω — Aër. pres subj act 1st sg στρέφω Aër. pres ind act 1st sg …
2στρέφω — στρέφω, έστρεψα βλ. πίν. 13 …
3στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
4στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5στρεφώ — όω, Α βλ. στερφῶ …
6στρέφον — στρέφω Aër. pres part act masc voc sg στρέφω Aër. pres part act neut nom/voc/acc sg στρέφω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στρέφω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7στρέφεσθε — στρέφω Aër. pres imperat mp 2nd pl στρέφω Aër. pres ind mp 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
8στρέφετε — στρέφω Aër. pres imperat act 2nd pl στρέφω Aër. pres ind act 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9στρέφῃ — στρέφω Aër. pres subj mp 2nd sg στρέφω Aër. pres ind mp 2nd sg στρέφω Aër. pres subj act 3rd sg …
10στρέψαι — στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέφω Aër. aor inf act στρέψαῑ , στρέφω Aër. aor opt act 3rd sg …