στράβηλος
1στράβηλος — snail fem nom sg …
2στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] …
3στραβήλοις — στράβηλος snail fem dat pl …
4στραβήλου — στράβηλος snail fem gen sg …
5στραβήλους — στράβηλος snail fem acc pl …
6στραβήλων — στράβηλος snail fem gen pl …
7στραβήλῳ — στράβηλος snail fem dat sg …
8στράβηλοι — στράβηλος snail fem nom/voc pl …
9-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …