-
1 слой
1. (тех, физ.) το στρώμαвыравнивающий - стр. η εξωτερική στρώση (της ομαλοποίησης)горизонтальный - горн. οριζόντιο -культурный - арх. πολιτιστικό -на-крывочный стр. η τελευταία στρώσηотделочный - замазки стр. η τελική στρώση του σοβάподпочвенный - (геод.) το υπόστρωμαпсевдо-сжиженный - το ρευστοποιημένο υπόστρωμα, η ρευστοποιημένη κλίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слой
-
2 грунт
1. (земля, почва) το έδαφος, η γηслабый - αδύνατο/μαλακό -2. стр. το χώμα""перемещать - μετατοπίζω το -утрамбовывать - πατώ/συμπιέζω το -3. (штукатурный) η πρώτη στρώση του σοβατίσματος 4. (в живописи) η πρώτη στρώση, το υπόστρωμα 5. (антикоррозийный) το αντισκωριακό υπόστρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грунт
-
3 косослой
1. (залегание породы) η εγκάρσια/κεκλιμένη στρώση (του ορυκτού) 2. (порок строения древесины) η ελαττωματική στρώση (δακτύλιος) των δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косослой
-
4 грунтовать
επικαλύπτω με την πρώτη στρώση/με το υπόστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грунтовать
-
5 грунтовка
1. (грунтовочный состав) το υλικό της πρώτης στρώσης 2. (нижний слой покрытия) η πρώτη στρώση, το υπόστρωμαнаносить - у кистью εφαρμόζω/βάζω την - με πινέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грунтовка
-
6 засыпка
1. (покрытие слоем) η κάλυψη με στρώση χύδην 2. (заполнение) το γέμισμα χύδην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засыпка
-
7 монослой
η μονή στρώση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монослой
-
8 мощение
η επίστρωση, η στρώση, η οδοστρωσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощение
-
9 накрывка
стр. η τελική στρώση της αμμοκονίας (του σοβά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накрывка
-
10 намёт
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > намёт
-
11 обрызг
(первый слой штукатурки) η πρώτη στρώση της αμμοκονίας/του αμμο-κονιάματος/του σοβά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрызг
-
12 передел
I.(деление заново) το ξαναμοί-ρασμα, η αναδιανομή.II. мет. η μεταλλουργική φάσηчетвёртый - η συμπληρωματική κατεργασία (π.χ. η διαμόρφωση, η επικάλυψη με προστατευτική στρώση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передел
-
13 подмазка
1. (при окраске) η πρώτη στρώση (της βαφής) 2. (при остеклении) το στοκάρισμα κατά την τοποθέτηση των τζαμιών 3. (смазывание, намазывание) η επάλειψη, το λάδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подмазка
-
14 покрытие
1. (наложение на поверхность чего-л. тонкого слоя какого-л. вещества) η (επί)στρωση, το επίχρισμα, η επένδυση, η επικάλυψηнаносить - кистью εφαρμόζω την - με πινέλο/βούρτσαлакокрасочное - με λάκ-κα/βερνίκι2. (то, что покрывает что-л.) το κάλυμμα, το σκέπασμα, το επίστρωμα 3. (возмещение) η κάλυψη 4. (закрывание, накрывание) το σκέπασμα 5. (обивание наружной поверхности) η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрытие
-
15 полотно
1. текст. το πανί, το καρα-βόπανο 2. тех. το φύλλοабразивное - από σμυρίδα, το σμυριδόπανοдверное - см. полотнище (в 1 знач.)3. (дорожное) το οδόστρωμαжелезнодорожное - η σιδηροδρομική γραμμή, οι στρωμένες ράγες του σιδηροδρόμου4. (пилы, ножа) η λάμα, η λεπίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полотно
-
16 постель
1. тех. η κλίνη, η στρώσηсборочная - мор. ναυπηγική -2. (спальные принадлежности) η κλινοστρωμνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постель
-
17 ряд
1. (совокупность предметов, лиц, расположенных один к одному, в одну линию) η σειρά, η γραμμή, η αράδα (ξεν.) 2. (некоторое число) о αριθμός 3. хим. η σειράрадиоактивный - η ραδιενεργός οικογένεια/σειρά4. мат. η ακολουθία 5. мед. η σειράзубной - των δοντιών 6 (совокупность явлений событий следующих одно за другим) ησειρά, η διαδοχήвременной - χρονική -, ηχρονοσειράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ряд
-
18 триплекс
(стекло) η άθραυστος ύαλος (με ενδιάμεση πολυβυνιλική διαφανή στρώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триплекс
-
19 укладка
1. (установка, прокладка) η τοποθέτηση, η τακτοποίηση- вала с центровкой по коленчатому валу η άρμοση του άξονα και ευθυγράμμιση με τον στροφαλοφόρο άξονα- в штабель см. - в стопу -кабеля η άρμοση των καλωδίων- труб η άρμοση των σωλήνων 2 (упаковки) η συσκευασία, το πακετάρισμα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладка
-
20 застилка
-и θ.στρώσιμο, στρώση, κάλυψη, σκέπασμα•застилка пола στρώσιμο του πατώματος.
|| στρωσίδι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στρώση — η / στρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο 2. επίστρωση (α. «η στρώση τού δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» η λιθόστρωση, Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς… … Dictionary of Greek
στρώση — η 1. στρώμα. 2. στρώσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρώσῃ — στόρεννυμι aor subj mid 2nd sg στόρεννυμι aor subj act 3rd sg στόρεννυμι fut ind mid 2nd sg στρώσηι , στρῶσις spreading fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… … Dictionary of Greek
λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις … Dictionary of Greek
ξυλόστρωση — η επένδυση δαπέδου ή τοίχου με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο +. στρώση (< στρώνω), πρβλ. λιθό στρωση. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλόστρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… … Dictionary of Greek
πισσόστρωση — η, Ν 1. επάλειψη ενός αντικειμένου με πίσσα 2. (οδοπ.) επικάλυψη τού οδοστρώματος με πίσσα για την εξομάλυνση τής επιφάνειάς του, την προστασία του από τη φθορά και την αποτροπή τής δημιουργίας σκόνης, αλλ. ασφαλτόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα +… … Dictionary of Greek
σιδηρόστρωση — η, Ν η τοποθέτηση σιδηροτροχιών στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + στρώση (< χαλικό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. σιδηρόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
σκυρόστρωση — και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν 1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα 2. το σκυρόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικό στρωση)] … Dictionary of Greek