στρόφιγξ
1στρόφιγξ — pivot masc nom sg …
2στροφίγγων — στρόφιγξ pivot masc gen pl …
3στρόφιγγα — στρόφιγξ pivot masc acc sg …
4στρόφιγγας — στρόφιγξ pivot masc acc pl …
5στρόφιγγες — στρόφιγξ pivot masc nom/voc pl …
6στρόφιγγι — στρόφιγξ pivot masc dat sg …
7στρόφιγγος — στρόφιγξ pivot masc gen sg …
8στρόφιγξι — στρόφιγξ pivot masc dat pl …
9στρόφιγξιν — στρόφιγξ pivot masc dat pl …
10στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται …
Страницы
- 1
- 2