στρωματίτης
1στρωματίτης — στρωματί̱της , στρωματίτης at which the guests found their own masc nom sg …
2στρωματίτης — ὁ, Α (ενν. ἔρανος) συμπόσιο που γινόταν στην εξοχή ύστερα από έρανο και κατά το οποίο ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες έπρεπε να φέρει το στρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + κατάλ. ίτης (πρβλ. τεμαχ ίτης)] …
3στρωματίτην — στρωματί̱την , στρωματίτης at which the guests found their own masc acc sg (attic epic ionic) …