στρυμών
31κατάρδω — (Α) 1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.) 2. ραντίζω 3. επαινώ («οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.) 4. (για τα ποιήματα τού Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.) …
32ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …
33στρυμονίς — ίδος, ἡ, Α ανώμαλος τ. θηλ. τού επιθ. στρυμόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Στρυμών, όνος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] …
34στρυμονικός — ή, ό / στρυμονικός, ή, όν, ΝΑ [Στρυμών, όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό Στρυμόνα …
35στρυμόνιος — ία, ον, Α [Στρυμών, όνος] ο στρυμονικός …
36Στρυμονικοῦ — Στρυμονικός the Strymon masc/neut gen sg Στρυμών the Strymon masc/neut gen sg …
37Στρυμονική — Στρυμονικός the Strymon fem nom/voc sg (attic epic ionic) Στρυμών the Strymon fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
38Στρυμονικῷ — Στρυμονικός the Strymon masc/neut dat sg Στρυμών the Strymon masc/neut dat sg …
39Στρυμονικός — the Strymon masc nom sg Στρυμών the Strymon masc nom sg …
40Στρυμονίην — Στρυμόνιος the Strymon fem acc sg (epic ionic) Στρῡμονίην , Στρυμονίας a wind blowing from the Strymon masc acc sg (epic ionic) Στρυμών the Strymon fem acc sg (epic ionic) …