στρυμόνος

  • 1Στρυμόνος — Στρῡμόνος , Στρυμών the Strymon masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Фем — Фемы в 950 году …

    Википедия

  • 3Фема — Фемы Византийской империи в 1025 году. Фема (греч …

    Википедия

  • 4Strymon (thème) — Pour les articles homonymes, voir Strymon (homonymie). Le thème de Strymon (en grec : θέμα Στρυμόνος) est un thème byzantin (une province civile et militaire) situé dans la région correspondant à l actuelle Macédoine grecque. Il comprend la… …

    Wikipédia en Français

  • 5καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …

    Dictionary of Greek

  • 6λιμνώδης — ες (Α λιμνώδης, ῶδες) [λίμνη] (για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης νεοελλ. αυτός που μοιάζει με λίμνη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», Θουκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 7νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… …

    Dictionary of Greek

  • 8πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …

    Dictionary of Greek

  • 9ρείθρο — το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ. β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ. γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.) 2. η κοίτη τού ποταμού, η ροή τού ποταμού μέσα… …

    Dictionary of Greek