στροφάδην
1στροφάδην — Μ επίρρ. με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με επιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …
2περιστροφάδην — Α επίρρ. 1. περιφοράδην* 2. περιστροφικά, στριφογυριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στροφάδην (< στροφάς + επιρρμ. κατάλ. δην), πρβλ. επι στροφάδην, μετα στροφάδην] …
3επιστροφάδην — ἐπιστροφάδην (Α) επίρρ. 1. εδώ κι εκεί, σε διάφορα σημεία 2. στρέφοντας το σώμα 3. με ζωηρότητα, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροφάδην (< στροφός)] …