στροφή
1στροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …
3στροφή — η 1. κυκλική κίνηση, περιστροφή. 2. αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε στροφή 180 μοιρών. 3. γωνία δρόμου: Στη στροφή ανατράπηκε το φορτηγό. 4. σημείο κάμψης, καμπή. 5. μέρος ποιήματος: Ο εθνικός ύμνος αποτελείται από 158 στροφές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στροφῇ — στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind act 3rd sg (doric)… …
5στροφῆ — στροφεύς vertebra masc nom/voc/acc dual στροφεύς vertebra masc acc sg …
6στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… …
7στροφῆι — στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and… …
8δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι …
9στροφαῖν — στροφή turning fem gen/dat dual …
10στροφαῖς — στροφή turning fem dat pl …