στρουϑία
1στρουθία — στρουθίᾱ , στρουθίας masc nom/voc/acc dual στρουθίας masc voc sg στρουθίᾱ , στρουθίας masc voc sg (attic) στρουθίᾱ , στρουθίας masc gen sg (doric aeolic) στρουθίας masc nom sg (epic) στρουθίον neut nom/voc/acc pl …
2Στρουθία — Στρουθίᾱ , Στρούθιος fem nom/voc/acc dual Στρουθίᾱ , Στρούθιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3Στρούθια — Στρούθιος neut nom/voc/acc pl …
4Στρουθίας — Στρουθίᾱς , Στρούθιος fem acc pl Στρουθίᾱς , Στρούθιος fem gen sg (attic doric aeolic) …
5στρουθίας — στρουθίᾱς , στρουθίας masc acc pl στρουθίᾱς , στρουθίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
6Στρουθίαι — Στρουθίᾱͅ , Στρούθιος fem dat sg (attic doric aeolic) …
7Στρουθίαν — Στρουθίᾱν , Στρούθιος fem acc sg (attic doric aeolic) …
8στρουθίαν — στρουθίᾱν , στρουθίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) στρουθίας masc acc sg …
9Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …
10καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] …
- 1
- 2