-
1 уплотнённый
επ. από μτχ.1. συμπυκνωμένος;2. κρουστός.3. στριμωγμένος, -χτός.4. συντομευμένος• περιορισμένος• στενός.
См. также в других словарях:
Trypes (album) — Infobox Album Name = Trypes Artist = Trypes Longtype = LP Type = studio Released = 1985 Recorded = Agrotikon studio 27 January 1985 29 January 1985 Genre = Rock Duration = 32:47 Label = Ano Kato Records Chronology = Trypes GR Last album = This… … Wikipedia
στριμώχνομαι — στριμώχνομαι, στριμώχτηκα, στριμωγμένος βλ. πίν. 30 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοιβαχτός — ή, ό στοιβαγμένος, στριμωγμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στριμωχτός — ή, ό επίρρ. ά στριμωγμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στριμώνω — και στριμώχνω στρίμωξα, στριμώχτηκα, στριμωγμένος 1. συνωθώ, συμπιέζω: Μας στρίμωξαν σε μια μικρή αίθουσα. 2. φέρνω σε δύσκολη θέση: Με στρίμωξε για τα καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)