στρεψοδικοπανουργία
1στρεψοδικοπανουργία — και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) στρεψοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία] …
2στρεψοδικοπανουργίαν — στρεψοδικοπανουργίᾱν , στρεψοδικοπανουργία cunning in the perversion of justice fem acc sg (attic doric aeolic) …
3στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
4στρεφοδικοπανουργία — ἡ, Α βλ. στρεψοδικοπανουργία …