στρατ-άρχης

  • 1ζωδιάρχης — ζῳδιάρχης, ὁ (Α) ζωδιοκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 2θηβάρχης — θηβάρχης, ὁ (Α) ο προεστώς τών Θηβών στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 3ιβηράρχης — ἰβηράρχης, ὁ (Μ) ο ηγεμόνας τών Ιβήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβηρες + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 4ιλάρχης — ο (Α ἰλάρχης) νεοελλ. ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό αρχ. αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 5ιππάρχης — ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α) ίππαρχος* («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 6κοινοβιάρχης — ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης) 1. ο προϊστάμενος κοινοβίου 2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, τελετ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 7κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 8κομματάρχης — ο 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. κομματικός παράγοντας με επιρροή σε ορισμένη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δασ άρχης, στρατ άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις] …

    Dictionary of Greek

  • 9κρατάρχης — κρατάρχης, ὁ (Μ) ηγεμόνας, αυτοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek

  • 10κυριάρχης — κυριάρχης, ὁ (Μ) δεσπότης, κυβερνήτης, ανώτατος άρχων, κυρίαρχος, εξουσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + άρχης* (< ἄρχω), πρβλ. λιμεν άρχης, στρατ άρχης] …

    Dictionary of Greek