στρατύλλαξ

  • 1στρατύλλαξ — ακος, ὁ, Α (κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα υλλ και επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] …

    Dictionary of Greek