στρατίᾳ

  • 81τιρωνάτος — ὁ, Α λόχος τιρώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tironatus, us «πρώτη στρατιά» (< tiro, ōnis)] …

    Dictionary of Greek

  • 82τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …

    Dictionary of Greek

  • 83τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… …

    Dictionary of Greek

  • 84αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 85Αλή πασάς, Δαμάτ — (αρχές 18ου αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης, την εποχή του σουλτάνου Αχμέτ Γ’. Ανέλαβε το αξίωμά του το 1713 και, αφού οργάνωσε στρατιά από 120.000 άντρες, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βενετίας, η οποία είχε επωφεληθεί από την ήττα των Τούρκων… …

    Dictionary of Greek

  • 86Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …

    Dictionary of Greek

  • 87Άντσιο — (Anzio). Πόλη (36.500 κάτ. το 2002) της νοτιοκεντρικής Ιταλίας στο Λάτσιο, επαρχία της Ρώμης. Είναι αλιευτικό λιμάνι στο Τυρρηνικό πέλαγος και κέντρο παραθερισμού. Πρόκειται για το αρχαίο Άντιο (Antium), πατρίδα του Καλιγούλα. Χτίστηκε, σύμφωνα… …

    Dictionary of Greek

  • 88Αράς — (Arras). Πόλη (40.600 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, στην περιοχή Αρτουά, στις όχθες του ποταμού Σκαρπ. Είναι πρωτεύουσα του νομού Πα ντε Καλέ. Αποτελεί αξιόλογο καλλιτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο, ενώ υπήρξε γενέτειρα του Ροβεσπιέρου κ.ά. Η …

    Dictionary of Greek

  • 89Αρδένες — (Ardennes).Ορεινή περιοχή (περ. 10.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, η οποία εκτείνεται κατά ένα μέρος στο έδαφος του ομώνυμου γαλλικού νομού (5.230 τ. χλμ. 290.100 κάτ. το 1999), αλλά κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στο νοτιοανατολικό Βέλγιο… …

    Dictionary of Greek

  • 90Βέικος, Λάμπρος — Αγωνιστής του 1821, καπετάνιος από το Σούλι. Γιος του Βέικου Ζορμπά, υιοθέτησε για επώνυμο το όνομα του πατέρα του, όπως συνηθιζόταν τότε στο Σούλι. Μετά την πτώση του Σουλίου (1803), ο Β., μαζί με άλλους Σουλιώτες, έφυγε για τα Επτάνησα όπου και …

    Dictionary of Greek