στρατίᾳ

  • 71στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 72στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… …

    Dictionary of Greek

  • 73στρατιωτός — ὁ, Μ [στρατιά] αξιωματούχος θέματος τού βυζαντινού κράτους προϊστάμενος τών στρατιωτικών υποθέσεων …

    Dictionary of Greek

  • 74στρατιώδης — ῶδες, Α [στρατιά] στρατιωτικός …

    Dictionary of Greek

  • 75στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 76στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …

    Dictionary of Greek

  • 77στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …

    Dictionary of Greek

  • 78συρματίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «συρματὶς στρατιά ἡ τὰ συμψήγματα καὶ τὰ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 79σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …

    Dictionary of Greek

  • 80σύμψημα — τὸ, Α [συμψάω] (κατά τον Ησύχ.) α) σκουπίδι β) «συρματίς στρατιὰ ἢ τὰ συμψήματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» γ) στον πληθ. τὰ συμψήματα αποξέσματα …

    Dictionary of Greek