στρατίᾳ

  • 61μυριαρχία — μυριαρχία, ἡ (Α) [μυρίαρχος] στρατιά που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες …

    Dictionary of Greek

  • 62όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 63πανστρατιά — η, ΝΜΑ το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας νεοελλ. κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού αρχ. (η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ με όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 64παρατείχισμα — τὸ, Α [παρατειχίζω] τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 65περιεκτικός — ή, ό / περιεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιέχω] 1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων») 2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον… …

    Dictionary of Greek

  • 66προσεργάζομαι — Α [ἐργάζομαι] 1. κάνω κάτι ακόμη («ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῑς δεδραμένοις», Ευρ.) 2. επεξεργάζομαι επί πλέον («τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν», Πλούτ.) 3. κερδίζω επί πλέον («μισθὸς εἴργασται τῇ στρατιᾷ», Ξεν.) 4. φονεύω… …

    Dictionary of Greek

  • 67σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 68στράταρχος — και στρατίαρχος, ὁ, Α στρατάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + αρχος*] …

    Dictionary of Greek

  • 69στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …

    Dictionary of Greek

  • 70στρατάρχης — ο, ΝΑ, και στρατάρχης Α αρχηγός στρατού, αρχιστράτηγος νεοελλ. (σε ορισμένα κράτη) στρ. ανώτατος αρχηγός ενόπλων δυνάμεων ή ομάδα στρατιών, βαθμός που προβλέπεται μόνον σε χώρες με πολυπληθή ενεργό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + άρχης* …

    Dictionary of Greek