στρατίᾳ

  • 51αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 52αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …

    Dictionary of Greek

  • 53γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 54δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 55εθνοστρατιά — η στρατιά που σε επείγουσες περιπτώσεις εθνικών κινδύνων αποτελούνταν από όλους όσους μπορούσαν να φέρουν όπλο …

    Dictionary of Greek

  • 56ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …

    Dictionary of Greek

  • 57ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 58κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 59μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… …

    Dictionary of Greek

  • 60μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …

    Dictionary of Greek