στρατίᾳ

  • 111Μαρένγκο — (Marengo). Οικισμός της Ιταλίας στην περιοχή του Πεδεμοντίου. Είναι γνωστός από τη μάχη της 14ης Ιουνίου 1800, κατά την οποία ο Ναπολέων Βοναπάρτης νίκησε τους Αυστριακούς. Την εποχή εκείνη, η βόρεια Ιταλία ήταν υπό αυστριακή κατοχή, ενώ η Γαλλία …

    Dictionary of Greek

  • 112Μεσονιέ, Ερνέστ Ζαν Λουί — (Jean Louis Ernest Meissonier, Λιόν 1815 – Παρίσι 1891). Γάλλος ζωγράφος. Η ζωγραφική του ασχολείτο κατά κύριο λόγο με την απεικόνιση σκηνών της καθημερινότητας, καθώς και με την απόδοση στρατιωτικών θεμάτων, ενώ την τεχνοτροπία του διέκρινε ένας …

    Dictionary of Greek

  • 113Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 114Μοντγκόμερι, Μπέρναρντ Λo — (Sir Bernard Law Montgomery, Λονδίνο 1887 – Ίνσιγκτον, Νότια Αγγλία 1976). Άγγλος στρατηγός. Στην αρχή του B’ Παγκοσμίου πολέμου στάλθηκε στη Γαλλία όπου κατόρθωσε να αποσυρθεί από τη Δουνκέρκη με τις δυνάμεις του. Το 1942 ανέλαβε την αρχηγία της …

    Dictionary of Greek

  • 115Μπαγκρατιόν, Πιοτρ Ιβάνοβιτς — (Κισλιάρ 1765 – Σίμα 1812). Ρώσος στρατηγός. Έλαβε μέρος στους πολέμους εναντίον των Τούρκων και, υπό τις διαταγές του Σουβάροφ, στις εκστρατείες εναντίον του Ναπολέοντα. Διακρίθηκε στη μάχη του Αούστερλιτς (1805), όπου, ως αρχηγός της δεξιάς… …

    Dictionary of Greek

  • 116Μπουντιένι, Σεμιόν Μιχαήλοβιτς — (Κοζιούριν, Ροστόφ 1883 – 1973). Ρώσος στρατάρχης. Βαθμοφόρος του τσαρικού στρατού, πολέμησε στον ρωσο ιαπωνικό και στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ο Μ. έγινε ένας από τους κύριους οργανωτές του σοβιετικού ιππικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 117Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 118Νάρβα — I (Narva). Ποταμός (72 χλμ.), που αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Εσθονίας και Ρωσίας. Στον Ν. ποταμό έχουν χτιστεί μεγάλες υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις. II (Narva). Πόλη (59.500 κάτ. το 2003) της Εσθονίας, στην επαρχία Ίντα Βίρου. Η πόλη… …

    Dictionary of Greek

  • 119Νεβέρ, Σαρλ ντε Γκονζόγκ — (Charles de Gonzague, Παρίσι 1580 – Μάντοβα 1637). Διάσημος Γάλλος ευγενής. Διετέλεσε δούκας της Κλεβ, της Μάντοβας, του Μομφεράτου, του Ρεθέλ κ.α. Ήταν συγγενής προς τη δυναστεία των Παλαιολόγων και εμπνευστής ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου για την… …

    Dictionary of Greek

  • 120Νεκτανεβώ — Όνομα δύο φαραώ της Αιγύπτου. 1. Ν. ο Α’ (4ος αι π.Χ.). Αρχικά πρίγκιπας της Σεβενίτης, πόλης του Δέλτα και στη συνέχεια βασιλιάς. Είχε προβλέψει την επίθεση των Περσών και είχε καλέσει από την Αθήνα τον Χαβρία, που τον βοήθησε να οχυρώσει το… …

    Dictionary of Greek