στρατίᾳ

  • 101Ίντρα — Ινδική θεότητα του βεδικού πανθέου, βασιλιάς των επουράνιων θεών. Αδελφός του Άγκνι, αποτελεί προσωποποίηση του Ήλιου και της βροχής και εκσφενδονίζει τους κεραυνούς. Συχνά εμφανίζεται εποχούμενος σε χρυσό άρμα με κίτρινα άλογα, φορώντας… …

    Dictionary of Greek

  • 102Καζάνης, Θεόδωρος — (12ος 13ος αι.).Στρατηγός του Βυζαντίου επί Αλεξίου Γ’ του Αγγέλου (1145 1203). Έγινε στρατηγός σε πολύ νεαρή ηλικία και τον έστειλαν με ισχυρό στρατιωτικό σώμα εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι πολιορκούσαν την οχυρή πόλη Δάδυβρα στην Παφλαγονία… …

    Dictionary of Greek

  • 103Καλλαράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Ήταν προύχοντας στην Κορινθία. Διετέλεσε μέλος της Εφορείας Κορίνθου, πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις και μέλος της Επιτροπής των Δικαστηρίων. 2. Ιωσήφ. Ιερομόναχος από το Άργος. Όταν ξέσπασε η… …

    Dictionary of Greek

  • 104Καρίταινα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 271 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 54 χλμ. Δ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα του δήμου Γόρτυνος. Ιστορία. Η ονομασία της Κ. αναφέρεται ως οικισμός στα… …

    Dictionary of Greek

  • 105Καρνό — (Carnot). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων επιστημόνων. 1. Λαζάρ Νικολά Μαργκερίτ (Lazare Nicolas Marguerite, Νολέ 1753 – Μαγδεμβούργο 1823). Στρατηγός, πολιτικός και μαθηματικός. Ήταν γνωστός και ως οργανωτής της νίκης και συγκαταλέγεται στις… …

    Dictionary of Greek

  • 106Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… …

    Dictionary of Greek

  • 107Κουλίκοβο — Πεδιάδα στη νότια Ρωσία, που περικλείεται από τους ποταμούς Ντον, Νεπράτσα και Κρασίβαγια Μετσά. Μάχη του Κ. Μάχη που διεξήχθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1830 μεταξύ των ρωσικών στρατευμάτων, που τελούσαν υπό τις διαταγές του πρίγκιπα του Βλαντιμίρ και… …

    Dictionary of Greek

  • 108Λειψία — (Leipzig). Πόλη (490.000 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Σαξονίας. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Βάισε Έλστερ, Πλάισε και Πάρτε, 140 χλμ. ΝΔ του Βερολίνου. Είναι γνωστή για τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 109Λουτίνια — (πολων. Lutynia, γερμ. Leuthen). Χωριό της νοτιοδυτικής Πολωνίας, στην επαρχία Μπρεσλάου. Η περιοχή αποτέλεσε το θέατρο μάχης μεταξύ του πρωσικού και του αυστριακού στρατού, την περίοδο του Επταετούς πολέμου. Στις 5 Δεκεμβρίου 1757, ο βασιλιάς… …

    Dictionary of Greek

  • 110Μάκενσεν, Άουγκουστ φον- — (August von Mackensen, Χάουσλαϊπνιτς 1849 – Ανόβερο 1945). Γερμανός στρατηγός. Τοποθετήθηκε στο Ανατολικό μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και γρήγορα απέκτησε φήμη δραστήριου, ικανού και αποφασιστικού ηγέτη. Μετά τη νίκη που σημείωσε όταν… …

    Dictionary of Greek