στρατός

  • 91ορδί — το 1. στρατός, ορδή, ασκέρι 2. φρ. «ρίχνω τ ορδί» στρατοπεδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ordu «στρατός»] …

    Dictionary of Greek

  • 92ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 93στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …

    Dictionary of Greek

  • 94στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …

    Dictionary of Greek

  • 95στρατώ — (I) όω, Α [στρατός] 1. οδηγώ στράτευμα στον πόλεμο 2. (μέσ. και παθ.) στρατοῡμαι, όομαι στρατοπεδεύω 3. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) στρατωθέν (για τόπο) κατέχομαι από στρατόπεδο. (II) άω, Α [στρατός] στρατοπεδεύω …

    Dictionary of Greek

  • 96τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 97υπόστρατος — ὁ, Μ στρατιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον κληρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρατός (πρβλ νεό στρατος)] …

    Dictionary of Greek

  • 98φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …

    Dictionary of Greek

  • 99φυγόστρατος — ο, Ν ανυπότακτος («τόν έχουν κηρύξει φυγόστρατο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + στρατός (πρβλ. λιπό στρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 100Αδριανούπολη — (τουρκ. Edirne). Πόλη (125.000 κάτ. το 2002) της Τουρκίας στην ανατολική Θράκη, η μεγαλύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη, 5 χλμ. από τα ελληνικά σύνορα. Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.276 τ.χλμ., 423.000 κάτ.), η Α. είναι σημαντικό… …

    Dictionary of Greek