στρατόπεδον

  • 31στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 32συνεισελαύνω — ΜΑ μσν. (μτβ.) οδηγώ μέσα, εισελαύνω* κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («συνεισελαύνει τοὺς γυρευτὰς εἰς μέσον», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. (αμτβ.) εισέρχομαι συγχρόνως («συνεισελάσαι πάλιν εἰς τὸ στρατόπεδον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσελαύνω… …

    Dictionary of Greek

  • 33συνεισπηδώ — άω, ΜΑ πηδώ μέσα μαζί με κάποιον («φεύγουσι τάχ ἂν καὶ ἐς τὸ στρατόπεδον συνεισεπήδησαν», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπηδῶ «πηδώ, ορμώ, επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 34τύρβη — η, ΝΜΑ, και σύρβη Α βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη τής πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.) αρχ. 1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι… …

    Dictionary of Greek

  • 35φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 36χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α …

    Dictionary of Greek

  • 37στρατοπέδωι — στρατοπέδῳ , στρατόπεδον camp neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 38στρατόπεδ' — στρατόπεδα , στρατόπεδον camp neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)