στρατιωτικῶς
1στρατιωτικώς — στρατιωτικώς, ΝΜΑ, και στρατιωτικά Ν επίρρ. βλ. στρατιωτικός …
2στρατιωτικῶς — στρατιωτικός of adverbial …
3στρατιωτικώς — στρατιωτικός of masc acc pl (doric) …
4στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …
5Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το …
6ԶԻՆՈՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 5c մ. στρατιωτικῶς militariter, ut miltem decet Իբրեւ զզինուոր. եւ Զինապէս, զինուք. *Մարտնչելի է բանականապէս, այլ ո՛չ զինուորաբար. Առ որս. ՟Ժ՟Ե …
7ԶԻՆՈՒՈՐՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0735 Chronological Sequence: 10c մ. στρατιωτικῶς Զինուորաբար. որպէս քաջ զօրական. *Երկիւղածաբար, եւ ոչ զինուորօրէն բարբառեցար. Պտմ. աղեքս …