στρατιωτική
1στρατιωτικῇ — στρατιωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …
2στρατιωτική — στρατιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3Ευελπίδων, Στρατιωτική Σχολή — Η πρώτη στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα με προορισμό την εκπαίδευση μόνιμων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο από τον Ιωάννη Καποδίστρια με διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1828. Ο πρώτος διοικητής της σχολής ήταν ο Γάλλος λοχαγός… …
4λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν …
5ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… …
6ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α …
7Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… …
8Ναβαραίων, Εταιρεία — Στρατιωτική οργάνωση μισθοφόρων από τη Ναβάρα, που πήραν μέρος σε όλους σχεδόν τους πολέμους από τον 10o έως τον 17ο αι. Η πρώτη συμμετοχή της Ε.Ν. στους πολέμους αναφέρεται στον 14o αι. στον πόλεμο του βασιλιά της Ναβάρας Κάρολου B’ εναντίον του …
9Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της …
10στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …