στρατιωτική

  • 71Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… …

    Dictionary of Greek

  • 72Νάσερ, Γκαμάλ Άμπντελ — (Gamal Abdel Nasser, Μπένι Moρ, Άνω Νείλος 1918 – Κάιρο 1970). Αιγύπτιος πολιτικός. Από ταπεινή οικογένεια ο πατέρας του ήταν σχεδόν αναλφάβητος ταχυδρομικός διανομέας δόθηκε, σε ηλικία εννέα ετών, σ’ έναν θείο του που τον πήρε στο Κάιρο.… …

    Dictionary of Greek

  • 73Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 74Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 75Πετιμεζάς ή Πετμεζάς — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας από τα Καλάβρυτα, όπου εγκαταστάθηκαν κατά μέσα του 18ου αι. προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. 1. Αθανάσιος (1760 – 1804). Επικεφαλής του αρματολικιού… …

    Dictionary of Greek

  • 76Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …

    Dictionary of Greek

  • 77Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 78Σπυρομήλιος — Επώνυμο αγωνιστών. Γράφεται και Σπυρομίλιος. 1. Μιχαήλ. Στρατιωτικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 (Χιμάρα 1800 Αθήνα 1880). Έζησε αρκετά χρόνια και σπούδασε τη στρατιωτική τέχνη στη Νεάπολη, όπου οι πρόγονοί του ήταν εγκαταστημένοι από… …

    Dictionary of Greek

  • 79Τσανγκ Κάι-σεκ — (Νονγκ πο 1887 – Ταϊπέχ 1975). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Από οικογένεια γεωργών και εμπόρων, το 1907 στάλθηκε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο Τόκιο, όπου γνωρίστηκε με εξόριστους Κινέζους, οπαδούς του ριζοσπάστη ηγέτη Σουν Γιατ σεν. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 80Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …

    Dictionary of Greek