στρατηλάτης
1στρατηλάτης — leader of an army masc nom sg στρατηλατέω lead an army into the field imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2στρατηλάτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, ιδος, Α ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού νεοελλ. 1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο 2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης») αρχ. 1.… …
3στρατηλάτης — ο αυτός που διοικεί ή διοίκησε νικηφόρα στρατεύματα: Ο στρατηλάτης μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στρατηλάται — στρατηλάτης leader of an army masc nom/voc pl στρατηλάτᾱͅ , στρατηλάτης leader of an army masc dat sg (doric aeolic) …
5στρατηλατᾶν — στρατηλάτης leader of an army masc gen pl (doric aeolic) …
6στρατηλατῶν — στρατηλάτης leader of an army masc gen pl στρατηλατέω lead an army into the field pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
7στρατηλάταις — στρατηλάτης leader of an army masc dat pl …
8στρατηλάταισιν — στρατηλάτης leader of an army masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9στρατηλάτην — στρατηλάτης leader of an army masc acc sg (attic epic ionic) …
10στρατηλάτου — στρατηλάτης leader of an army masc gen sg …