στρατηγὸς ὕπατος

  • 41Λούκουλλος, Λεύκιος Λικίνιος — (Lucius Licinius Lucullus, 117 – 58/56 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, διάσημος για την πολυτελή ζωή του. Καταγόταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Αρχικά εργαζόταν στην υπηρεσία του Σύλλα στην Ασία, όπου και παρέμεινε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 42Λούκουλλος, Μάρκος Λικίνιος — (Marcus Licinius Lucullus, τέλη 2ου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Στα χρόνια της υπατείας του αδελφού του Λεύκιου Λικίνιου Λούκουλλου (βλ. λ.) εξελέγη, μαζί με τον Κάσιο Λογγίνο, ύπατος (73 π.Χ.). Στον Λ. και στον συνάρχοντά του… …

    Dictionary of Greek

  • 43Μαίτλαντ, Τόμας — Άγγλος στρατηγός, πρώτος ύπατος αρμοστής των Ιονίων νήσων. Βλ. λ. Μέτλαντ, Τόμας …

    Dictionary of Greek

  • 44Μέτλαντ, Τόμας, κόμης του Λόντερντεϊλ — (Sir Thomas Maitland, count Lauderdale 1759 – 1824). Βρετανός στρατηγός και πρώτος ύπατος αρμοστής των Ιονίων Νήσων (1815 24). Υπηρέτησε ως αξιωματικός στα στρατεύματα των Ινδιών, ενώ, όταν επέστρεψε στην Ευρώπη, συμμετείχε στους πολέμους… …

    Dictionary of Greek

  • 45Μόμμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Αχαϊκός (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και ύπατος, που άφησε όνομα βάναυσου κατακτητή. Το 146 π.Χ., αφού νίκησε τους Έλληνες στη Λευκόπετρα, κατέλαβε την Κόρινθο, λεηλάτησε τους θησαυρούς της και… …

    Dictionary of Greek

  • 46Σκαιβόλας Κόιντος Μούκιος — Ρωμαίος νομικός, γιος του Πόπλιου Μούκιου Σκανόλα. Έζησε το 2o αι. π.Χ. Διατέλεσε στρατηγός της επαρχίας Ασίας, την οποία μάλιστα διοίκησε με τόση σύνεση και εντιμότητα, ώστε θεσπίστηκε προς τιμή του και ιδιαίτερη γιορτή, η λεγόμενη Μουκία. Ο Σ.… …

    Dictionary of Greek

  • 47Σύλλας, Λεύκιος Κορνήλιος — (Lucius Cornelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και… …

    Dictionary of Greek