στρατηγὸς ὕπατος

  • 21Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 22Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 23υπάτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Γαγγρών της Παμφυλίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325) και ήταν φανατικός πολέμιος των Ναυατιανών. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Μαρτίου. 2 …

    Dictionary of Greek

  • 24Αγρικόλας, Γναίος Ιούλιος — (Cneius Julius Agricola, 40; – 93 μ.X.).Ρωμαίος στρατηγός, γνωστός για τις κατακτήσεις του στη Βρετανία και για τη βιογραφία που του έγραψε ο γαμπρός του, ιστοριογράφος Τάκιτος, που είχε νυμφευτεί την κόρη του Δομιτία. Ο Α. ήταν νήπιο όταν o… …

    Dictionary of Greek

  • 25Αγρίππας — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. Η λατινική λέξη agrippa σημαίνει το βρέφος που βγαίνει με τα πόδια και όχι με το κεφάλι. 1. Μυθικός βασιλιάς της ιταλικής πόλης Άλβα. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την περίοδο της βασιλείας του. 2 …

    Dictionary of Greek

  • 26Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 27Βαβάλλαθος ή Βαχάμπαλαθ — (3ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς της Παλμύρας. Οι Έλληνες τον ονόμαζαν Αθηνόδωρο. Ήταν γιος των ηγεμόνων της Παλμύρας, του Οδενάθου και της Ζηνοβίας. Ανέβηκε στον θρόνο το 267, όταν ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ηρώδης δολοφονήθηκαν μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 28βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 29Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …

    Dictionary of Greek

  • 30Βεϊγκάν, Μαξίμ — (Maxime Weygand, Βρυξέλλες 1867 – Πα ρίσι 1965). Γάλλος στρατηγός. Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Σεν Σιρ και το 1914 διορίστηκε, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατάρχη Φος, με τον οποίο συνεργάστηκε… …

    Dictionary of Greek