στρατεύσιμος
1στρατεύσιμος — fit for military service masc/fem nom sg …
2στρατεύσιμος — η, ο / στρατεύσιμος, ον, ΝΑ [στράτευσις] 1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος (για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία νεοελλ. (νομ.) ο… …
3στρατεύσιμος — η, ο κατάλληλος για στράτευση ή υποχρεωμένος να στρατευθεί: Κλήθηκαν οι στρατεύσιμοι της 76ης ΕΣΣΟ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στρατεύσιμον — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem acc sg στρατεύσιμος fit for military service neut nom/voc/acc sg …
5στρατευσίμους — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem acc pl …
6στρατευσίμων — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem/neut gen pl …
7στρατευσίμῳ — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem/neut dat sg …
8στρατεύσιμα — στρατεύσιμος fit for military service neut nom/voc/acc pl …
9στρατεύσιμοι — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem nom/voc pl …
10έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …
- 1
- 2