στραγεύομαι
1στραγεύομαι — loiter pres ind mp 1st sg …
2στραγεύομαι — Α βλ. στραγγεύω …
3στραγεύῃ — στραγεύομαι loiter pres subj mp 2nd sg στραγεύομαι loiter pres ind mp 2nd sg …
4στραγεύει — στραγεύομαι loiter pres ind mp 2nd sg …
5στραγεύεσθαι — στραγεύομαι loiter pres inf mp …
6στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …
7στραγγεύω — μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α 1. αργοπορώ, χρονοτριβώ 2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)] …