στραγγός
1στραγγός — στράγξ trickle fem gen sg στραγγός twisted masc nom sg …
2στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… …
3στραγγῆς — στραγγός twisted fem gen sg (attic epic ionic) …
4στραγγή — στραγγός twisted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5στραγγήν — στραγγός twisted fem acc sg (attic epic ionic) …
6στραγγῶς — στραγγός twisted adverbial …
7στραγγότεραι — στραγγός twisted fem nom/voc comp pl …
8στραγγοτέρας — στραγγοτέρᾱς , στραγγός twisted fem acc comp pl στραγγοτέρᾱς , στραγγός twisted fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
9στραγγώς — Α επίρρ. βλ. στραγγός …
10στραγός — ὁ, Α βλ. στραγγός …
- 1
- 2